ἀντιπέρας

ἀντιπέρας
ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρα
fem acc pl
ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρα
fem gen sg (attic epic doric aeolic)
ἀντιπέρᾱς , ἀντιπέρας
over against
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀντίπερα — ἀντίπερας indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CERVA Aurorae — Hebr. Gap desc: Hebrew, in titulô Psalmi 22. Praecentori super cervam Aurorae, nonnullis Magistrorum veterum est Stella matutina, sue Lucifer; aliis Esthera; quibusdam Synagoga Israelis: Aben Ezra asserit id esse initium Poematis amatoriô stylô… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταντιπέρας — (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρας «αντίκρυ, απέναντι»] …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπέραν — ἀντιπέρᾱν , ἀντιπέρα fem acc sg (attic epic doric aeolic) ἀντιπέρᾱν , ἀντιπέρας over against indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπέρην — ἀντιπέρα fem acc sg (epic ionic) ἀντιπέρας over against ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”